Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΛΑΝΑ

(Γραμμένο με ιδιαίτερη ευαισθησία από τη φίλη Νατάσα . Αφιερωμένο στους νέους που γράφουν στους τοίχους και στους δρόμους Ιστορία)

Σάββατο, 6 Δεκεμβρίου 2008, Ναυαρίνου 13Α, συνέδριο Νέων Επιστημόνων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 18:30-21.00, εργαστήριο μεταφοράς λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο. Με μια ομάδα συναδέλφων πειραματιζόμαστε για το πώς μπορούμε να κάνουμε πιο δημιουργικό και ευφάνταστο το μάθημα. Πώς μπορούμε να ζωντανέψουμε με την κάμερα μερικές σελίδες από τα «Δελφινάκια του Αμβρακικού» του Ντίνου Δημόπουλου. Αν κάθε προσπάθεια να διασκευάσουμε ένα κείμενο είναι και μια προσπάθεια ερμηνείας, τότε όλοι εμείς εκείνο το βράδυ δεν μπορέσαμε να ερμηνεύσουμε όσα συνέβησαν δίπλα μας. Ήταν από τις στιγμές που νιώθεις τις τέχνες να σε προδίδουν.

− Οπωσδήποτε το Σάββατο, εννιά το βράδυ, στη Ναυαρίνου, έξω από το Πανεπιστήμιο. Εντάξει;
− Ναι, ναι. Άμα τελειώσεις πρώτος, περίμενέ με στα σκαλάκια.

Ένα ραντεβού που ματαιώθηκε, μια βόλτα που δεν έγινε. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ένα συνηθισμένο Σαββατόβραδο, στο κέντρο της Αθήνας.

− Δεν έχει σφυγμό! Δεν έχει σφυγμό!

Πέτρο, ο Αλέξης δε θα ‘ρθει. Τον σκότωσαν δυο αστυνομικοί δυο τετράγωνα πιο κάτω.

Κι ο κόσμος αναποδογύρισε. Τα σκαλάκια του Πανεπιστημίου ανέβαιναν στον ουρανό κι άνοιξε η πύλη στην άσφαλτο. Ο χρόνος πάγωσε σε δυο τετράγωνα δρόμου. Καθηλώθηκε, όπως χρόνια πριν στην Άρτα. Τότε που ο Αλέξης τον πήγε για πρώτη φορά σινεμά, και του κόπηκε η ανάσα μόλις αντίκρισε την οθόνη. Τότε που ένιωσε ότι η ζωή του θ’ άλλαζε μια για πάντα, ότι του έδειξαν ότι υπάρχουν πολλά ταξίδια και πολλές περιπέτειες στη ζωή.
------------------
− Καλά… μάντεψε την πτυχιακή μου... Η καθηγήτρια μου ζήτησε να ‘χει θέμα το καλοκαιράκι μας στο Κοχύλι. Ξεκίνησα να φτιάχνω ένα σενάριο πολύ δυνατό. Με δυσκολεύει όμως το τέλος αλλά θα βρω κάτι ανατρεπτικό. Η δική μας ιστορία θα διαψεύσει κάθε κινηματογραφικό κλισέ. Στο υπόσχομαι. Σκέφτομαι μάλιστα τον Αύγουστο που θα γυρίσω για διακοπές να τους μαζέψω όλους στην πλατεία, να τους εξηγήσω πώς γυρίζεις μια ταινία και μετά να τους δείξω την εργασία μου. Εννοείται, φίλτατε, ότι εσύ θα ‘σαι ο επίτιμος καλεσμένος!

Πέτρο, το Κοχύλι έσπασε.

− Ρε Αλέξη, θυμάσαι τότε τον Πάνο; Πόσο υπέφερε κι αυτός. Όλοι βάλθηκαν να τον σκοτώσουν, τι κι αν δεν κρατούσαν όπλα; Θυμάσαι εκείνο τoν εργοδότη που είχε αρνηθεί να του δώσει δουλειά γιατί τον είχε ξεγραμμένο; Εξάντλησε όλα τα περιθώρια απανθρωπιάς. Σαν να έφταιγε ο Πάνος. Τον συνάντησα πριν καιρό να βγαίνει από τον «Άγιο Σάββα». Είναι καλά τώρα, αλλά δεν μπορεί ούτε να θυμάται ούτε να ξεχνάει. «Το μόνο παρήγορο ήταν ότι γνώρισα εσάς» μου είπε. Ίσως τον φέρω μαζί μου την επόμενη φορά. Αν θέλει. Νομίζω ότι θα χαρεί να σε δει.

Ο ρόγχος διπλοκλείδωσε την πόρτα στο μέλλον, Πέτρο.

Προχτές μίλησα και με την Ανθούλα στο τηλέφωνο. Γενικά είναι ευχαριστημένη με τη σχολή της. Αλλά την ξέρεις τώρα… μέσα στην γκρίνια. Τίποτα δεν είναι αρκετά καλό γι’ αυτήν. Τότε με νευρίαζε, αλλά τώρα γελάω.

Για άλλο λόγο όμως την πήρα. Είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο πριν μέρες και ήθελα να της το πω. Δεν ήθελα να μιλήσω σε σένα γιατί εσένα είδα στον ύπνο μου, και ανησύχησα πολύ.

Ήμασταν, λέει, εσύ κι εγώ στο Κοχύλι και, ενώ γελούσαμε και διασκεδάζαμε στην προκυμαία, ξαφνικά άρχισες να ξεθωριάζεις. Χανόσουν με ένα πόνο στο βλέμμα που δεν άντεχα να τον βλέπω. Πήγα να σε πιάσω, να σε τραβήξω πίσω, αλλά είχες γίνει άυλος. Στο τέλος, δεν μπορούσα να σε δω καθόλου, αλλά σε ένιωθα εκεί, δίπλα μου. Μετά βρέθηκα πανικόβλητος στο σινεμά μας στην Άρτα. Στεκόταν όρθιος μπροστά στην οθόνη ο Σαρλό και πίσω του κρυβόταν το χαμίνι. Μου έδωσε ένα ποτήρι με νερό. «Παρ’ το αθάνατο νερό» μου είπε. «Στο είχα φυλάξει. Ήξερα ότι θα το χρειαστείς». Έφυγα τρέχοντας να σε βρω. Το μισό νερό χύθηκε στο δρόμο. Η προκυμαία είχε αλλάξει θέση και δεν μπορούσα να τη βρω. Χάθηκα. Και μετά ξύπνησα με πνευμόνια μισογεμάτα αέρα. Να λοιπόν. Τώρα έμαθες το λόγο που επέμενα να βρεθούμε το Σάββατο.

Βγαίνουν κι οι εφιάλτες, Πέτρο.

− Ραντεβού το Σάββατο, φίλε!
− Ό,τι πεις, αρχηγέ.
-------------------------------

Όλα τα παιχνίδια έμειναν στη μέση. Όσα έγιναν κι όσα μελλόταν να γίνουν. Ο Αλέξης ανέβηκε όλα τα σκαλάκια, ο Πέτρος έσκαβε το δρόμο του στην άσφαλτο. Δε συναντήθηκαν.

− Κυρία, δε θα μπορέσω να τελειώσω την εργασία. Σβήστηκαν από παρεξήγηση τα τελευταία πλάνα μου.


Νατάσα Μερκούρη

1 σχόλιο:

Λορελάη είπε...

Πολύ ωραίο μπλογκ! Δείχνει αληθινή αγάπη γι' αυτό που κάνεις.
όσο γι' αυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες, μας έχουν συνεγείρει όλους και μακάρι να μη πάνε χαμένα...